- φωσφορίζω
- αμετ. фосфоресцировать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φωσφορίζω — βλ. πίν. 33 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φωσφορίζω — Ν [φωσφόρος] 1. εκπέμπω λάμψη φωσφορική, λαμπυρίζω 2. φρ. «φωσφορίζουσα ουσία» χημ. στερεά ουσία η οποία εκπέμπει φως, δηλαδή που παρουσιάζει το φαινόμενο τού φωσφορισμού, όταν εκτίθεται σε μία ακτινοβολία, λ.χ. σε υπεριώδη ακτινοβολία … Dictionary of Greek
φωσφορίζω — βγάζω φωσφορική λάμψη, λαμπυρίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαμπυρίζω — (AM λαμπυρίζω) [λαμπυρίς] 1. ακτινοβολώ με διακοπές, φωσφορίζω, βγάζω αδύναμες λάμψεις που αναβοσβήνουν («κερήθρα που λαμπυρίζει απάνω της κρεμάμενο το φως», Ζερβ.) νεοελλ. 1. (γενικά) ακτινοβολώ 2. φωτίζω αρχ. φέγγω σταθερά … Dictionary of Greek
φωσφορισμός — Φωσφορίζουσες ονομάζονται οι ουσίες που όταν εκτεθούν σε μια ακτινοβολία, εκπέμπουν φως για ένα, μεγαλύτερο ή μικρότερο, χρονικό διάστημα. Ο φ. ερμηνεύεται όπως και ο φθορισμός. Η προσπίπτουσα ακτινοβολία προκαλεί στα άτομα και στα μόρια της… … Dictionary of Greek
φωσφόρισμα — το, Ν [φωσφορίζω] φωσφορισμός … Dictionary of Greek
λαμπυρίζω — λαμπύρισα, αμτβ., φωσφορίζω, ακτινοβολώ φως που δεν είναι σταθερό: Τα άστρα λαμπυρίζουν τη νύχτα στον ουρανό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φθορίζω — αμτβ., εμφανίζω φθορισμό (βλ. λ.), φωσφορίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)